ψαλμούς

ψαλμούς
ψαλμός
twitching
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

  • ψαλμικός — ή, ό / ψαλμικός, ή, όν, ΝΜ [ψαλμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ψαλμούς («ψαλμικός τόνος») μσν. αυτός που μοιάζει με ψαλμό. επίρρ... ψαλμικώς / ψαλμικῶς, ΝΜ, και ψαλμικά Ν με ψαλμούς …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • Γίντις — Γλωσσική διάλεκτος που ομιλείται από τη μεγάλη πλειοψηφία των Ασκεναζίμ Εβραίων και γράφεται με εβραϊκούς χαρακτήρες. Στην αρχαιότερη φάση της αποτελούσε μία παραλλαγή της μεσαιωνικής γερμανικής γλώσσας με εβραϊκά και νεολατινικά λεξιλογικά… …   Dictionary of Greek

  • αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… …   Dictionary of Greek

  • ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη …   Dictionary of Greek

  • αναλόγιο — Έπιπλο που αποτελείται από μία ή δύο σανίδες και χρησιμεύει στην τοποθέτηση βιβλίων ή τετραδίων για ανάγνωση ή γραφή. Παλαιοτερα ονομαζόταν και αναλογείο. Το α. είναι ένα είδος μικρού τετράγωνου ή πολύεδρου τραπεζιού με επικλινή επιφάνεια που… …   Dictionary of Greek

  • απόδειπνο — Η προτελευταία από τις επτά καθημερινές προσευχές που έλεγαν οι πρώτοι χριστιανοί. Στην αρχή, περιλάμβανε μόνο ορισμένους ψαλμούς από την Αγία Γραφή, αργότερα όμως (γύρω στον 4ο αι.) συμπληρώθηκε και με άλλες ευχές και ύμνους λανβάνοντας τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • δαυιτικός — και δαυιδικός, ή, ό (AM δαυιτικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προφητάνακτα Δαυίδ 2. ανάλογος στο μεγαλείο με τους ψαλμούς τού Δαυίδ, μεγαλόπνευστος («δαυιδική έμπνευση») II. επίρρ. δαυιτικῶς (AM) κατά τον τρόπο τού Δαυίδ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”